- παραγγελσις
- παράγγελσιςπαρ-άγγελσις-εως ἥ (устное) приказание, распоряжение Thuc., Plat.
ἀπὸ παραγγέλσεως Xen. — согласно приказу
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπὸ παραγγέλσεως Xen. — согласно приказу
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράγγελσις — transmission of orders fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγγελσις — ή, Α [παραγγέλλω] (στη διάρκεια πολέμου) διαβίβαση διαταγών με τη μέθοδο τής μετάδοσής τους διαδοχικά από τον έναν στον άλλο … Dictionary of Greek
παραγγέλσεις — παράγγελσις transmission of orders fem nom/voc pl (attic epic) παράγγελσις transmission of orders fem nom/acc pl (attic) παραγγέλλω pass on aor subj act 2nd sg (epic) παραγγέλλω pass on fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλσεων — παραγγέλσεω̆ν , παράγγελσις transmission of orders fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλσεως — παραγγέλσεω̆ς , παράγγελσις transmission of orders fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)